Μονή Μουνδών Β
Στο όρος Πελιναίο, σε 300 μέτρα υψόμετρο, βρίσκεται η μονή του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, γνωστή ως Μονή Μουνδών. Κατά την παράδοση το μοναστήρι πρωτοκτίστηκε στη θέση Μουντά, περιοχή κοντά στην κωμόπολη Βολισσό. Οι μοναχοί όμως, προτιμώντας ερημική ζωή, επέλεξαν την σημερινή απόμερη περιοχή. Η φύση είναι υποβλητική, τόπος ιδανικός για περισυλλογή, μελέτη και προσευχή. Γύρω από τη μονή σε κυκλική διάταξη διατάσσονται από τα ανατολικά προς τα δυτικά, το μεσαιωνικό καστροχώρι της Βολισσού, ο μεσαιωνικός οικισμός «Τα Μάρκου» και οι μεταγενέστεροι οικισμοί, Διευχά, Πυραμά, Φυτά, Κηπουριές και το Πιτυός. Η Μονή Μουνδών απέχει από την πόλη της Χίου τριάντα ένα χιλιόμετρα και η διαδρομή είναι ειδυλλιακή.
Στους σωζόμενους κώδικες, η συνηθέστερη ονομασία της Μονής είναι Μονή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου των Μουνδών. Σε Πατριαρχικά Σιγίλια και σε κείμενα περιηγητών ή σε αφηγήσεις από ιστοριοδίφες του νησιού και ιστορικούς η θέση της μονής προσδιορίζεται στην τοποθεσία των Μουνδών ή Μουντών. Μία άλλη ονομασία της μονής είναι των Διευχών ή Διευκών ή Διεύχων, προερχόμενη από το πλησιέστερο σε αυτή χωριό τα Διευχά. Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα ονομαζόταν μονή της Βολισσού. Ποικίλες απόψεις έχουν εκφραστεί για την ετυμολογία της λέξης Μουνδών. Επικρατέστερη, σύμφωνα με νεότερες μελέτες, είναι η προέλευση της ονομασίας από το επίθετο μουντός, από τα θαμπά χρώματα της βλάστησης στην περιοχή.
Η χρονολογία ίδρυσης της μονής είναι άγνωστη, ωστόσο η παλαιότερη αναφορά με γραπτές πηγές ανάγεται στο 1574, συνδέοντας το μοναστήρι με τον Πατριάρχη Ιερεμία τον Β´. Η μονή ανακαινίστηκε από τον Ιερομόναχο Ιάκωβο Λαγκαδιώτη. Η Μονή Μουνδών σε όλη την διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας γνώρισε πνευματική και οικονομική άνθηση. Ήταν χώρος προσέλευσης επιφανών Χιωτών και άλλων πνευματικών ανδρών. Διοικητικά έως το 1859 υπαγόταν στην Πατριαρχική Εξαρχία της Βολισσού. Το 1822 αποτέλεσε ασφαλές καταφύγιο για τους κατατρεγμένους κατοίκους των γειτονικών περιοχών. Κατά τις τραγικές ημέρες της σφαγής ο χώρος λεηλατήθηκε και οι μοναχοί θανατώθηκαν. Το 1881 οι καταστροφικοί σεισμοί έπληξαν οριστικά τον ιστορικό και ιερό τόπο της μονής. Κατέρρευσαν τα περισσότερα κτίσματα. Το 1891 μαρτυρείται ότι κατοικούσαν μόνο 16 μοναχοί. Ωστόσο συνέχισε να στηρίζει πνευματικά και οικονομικά τους απελευθερωτικούς αγώνες της Χίου, αποτελώντας πυλώνα ορθοδοξίας και ιστορικής συνέχειας. Επίσης, κατά την Μικρασιατική καταστροφή του 1922 οι εναπομείναντες μοναχοί περιέθαλψαν τους ξεριζωμένους Μικρασιάτες που κατέφθαναν εξαθλιωμένοι στο νησί της Χίου.
Το καθολικό ακολουθεί τον αρχιτεκτονικό τύπο της μονόκλιτης δρομικής καμαροσκέπαστης βασιλικής. Στις αρχές του 17ου αιώνα η τοιχογράφηση του καθολικού ανατέθηκε στο Χιώτη ιερέα ζωγράφο Μανουήλ Καλαρώνη. Για την τοιχογράφηση του καθολικού μαρτυρείται σχετικό συμφωνητικό που έγινε το 1620 μεταξύ του ηγουμενοσυμβουλίου της Μονής Μουνδών και του ζωγράφου Καλαρώνη. Αναφέρεται ότι συμφωνήθηκε να ακολουθήσει το πρότυπο του ναού του Αγίου Ελευθερίου της Χίου. Ο ζωγράφος δεν ολοκλήρωσε την εργασία του, λόγω έλλειψης οικονομικών πόρων. Δύο χρόνια μετά απέτυχε για τους ίδιους λόγους και μια δεύτερη προσπάθεια. Σε αρχειακές πηγές αναφέρεται ότι το 1622 τις τοιχογραφίες ανέλαβε ο Νεόφιλος ή Θεόφυλος Παραδείσης. Συγκεκριμένα το 1622 η διοίκηση της Μονής Μουνδών Χίου ανέθεσε στο μοναχό Παραδείση να συγκεντρώσει με έρανο χρήματα μέσα σε δύο χρόνια και να αγιογραφήσει ο ίδιος το ναό. Τελικά το 1730 την τοιχογράφηση του καθολικού της μονής ανέλαβε ο ζωγράφος Κωνσταντίνος από τον Καταρράκτη. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα σχετικά αρχειακά έγγραφα. Στις 4 Αυγούστου 1730 ο ηγούμενος της Μονής Μουνδών Παρθένιος ανέθεσε στον διάκο Κωνσταντή Καθαραχτούση να αγιογραφήσει το καθολικό. Στην γραπτή συμφωνία περιγράφεται το εικονογραφικό πρόγραμμα, που έπρεπε να ακολουθήσει ο ζωγράφος, το χρηματικό ποσό, όπως και οι όροι της αμοιβής του. Όλα τα παραπάνω φανερώνουν τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η μονή.
Οι τοιχογραφίες που διατηρούνται μέχρι σήμερα έγιναν από ανώνυμο ζωγράφο το 1849, όπως μαρτυρείται στην επιγραφή εσωτερικά του ναού, στο υπέρθυρο της κύριας εισόδου. Το πλούσιο εικονογραφικό πρόγραμμα περιλαμβάνει σκηνές από το Δωδεκάορτο, γεγονότα από τον Δημόσιο Βίο του Χριστού, σκηνές των Παθών, σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη, θέματα από τον μοναστικό βίο και μορφές αγίων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η παράσταση στο κατώτερο τμήμα του νότιου τοίχου, που φέρει την συνοδευτική επιγραφή «Ο βίος του αληθούς μοναχού». Ο σταυρωμένος μοναχός πλαισιώνεται από την απεικόνιση του Άδη στα αριστερά και σε δυο διαφορετικά επίπεδα από τον κόσμο και το Θάνατο. Η όλη σύνθεση διακατέχεται από έντονο λαϊκό ύφος.
Η κύρια είσοδος στον χώρο της μονής βρίσκεται στα νότια του μοναστικού συγκροτήματος. Το συγκρότημα αποτελείται από τα κελιά, το ελαιοτριβείο, την κρήνη, την δεξαμενή, το κωδωνοστάσιο. Τον οχυρωματικό χαρακτήρα του μοναστικού συγκροτήματος μαρτυρούν σήμερα ο ερειπωμένος ορθογώνιας κάτοψης πύργος και κατάλοιπα του τείχους, που περιέβαλε όλα τα κεντρικά κτίσματα.
Σήμερα, στη μονή δεν υπάρχουν μοναχοί. Μόνο το καθολικό σώζεται σε σχετικά καλή κατάσταση. Στις 29 Αυγούστου, ημέρα της Αποτομής του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου το ιστορικό μοναστήρι δέχεται πλήθος προσκυνητών και πιστών ντόπιων και τουριστών.
Η Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Μουνδών αποτελεί ένα σημαντικό βυζαντινό προσκύνημα. Να σημειωθεί ότι Σταυροπηγιακή ή Πατριαρχική αναφέρεται συνήθως μία μονή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όταν υπάγεται απευθείας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Ναός Αγίου Ιακώβου (Παρεκκλήσιο της Μονής Μουνδών)
Ο μικρός πέτρινος ναός είναι αφιερωμένος στον Άγιο Ιάκωβο των Αδελφόθεο και κτίσθηκε το 1745 από τους αδελφούς μοναχούς Μελέτιο και Μεθόδιο. Η μονή ανακαινίστηκε από τον Ιερομόναχο Ιάκωβο Λαγκαδιώτη πριν από το 1574. Για τον Ιάκωβο Λαγκαδιώτη υπάρχουν αναφορές στα Σιγίλια του Πατριάρχου του Ιερεμίου Β΄. Λόγω αυτού το παρεκκλήσιο είναι αφιερωμένο στον άγιο Ιάκωβο. Πρόκειται για το Ιερό παρεκκλήσιο του Αγίου Ιακώβου στην Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή μονή Μουνδών. Πανηγυρίζει στις 23 Οκτωβρίου.